Δεν είναι πάντα εύκολο να βάλεις τις διαχωριστικές γραμμές στις έννοιες. Ενίοτε τα όριά τους είναι δυσδιάκριτα και ασαφή. Ακόμη και τα όρια μεταξύ καλού και κακού συγχέονται, πέραν του ότι ισχύει ο νόμος της σχετικότητας. Έτσι, για παράδειγμα κάτι που είναι καλό σε μια περίπτωση μπορεί να είναι κακό σε μια άλλη. Ας πούμε, η βασιλεία ήταν καλό και χρήσιμο είδος διακυβέρνησης σε κάποιες εποχές. Έπειτα όμως έγινε αναχρονιστική και επιβλαβής. Και τότε ήρθε η ώρα της δημοκρατίας. Ίσως κάποτε κι αυτό το σύστημα να ξεπεραστεί από ένα ιεραρχικό και αξιοκρατικό σύστημα, εάν ένα τέτοιο σύστημα θα είναι επωφελές για την πλειονότητα (και αποδεκτό από αυτήν βέβαια, πράγμα που τελικά σημαίνει πάλι λαϊκή ισχύ).
Πρόσφατα, λοιπόν, στη συντροφιά μας τέθηκαν επί τάπητος τρία παραδείγματα ψυχολογικού και ηθικού χαρακτήρα σε μια προσπάθεια να βάλουμε την κρίση μας σε μια καθαρή βάση.
Το πρώτο παράδειγμα αφορούσε τη διάκριση –αν υπάρχει- μεταξύ φόβου και αγωνίας. Ο προβληματισμός προέκυψε από ένα σχόλιο της Διδασκαλίας ότι «ο φόβος είναι ανύπαρκτος στην Κοινότητά Μας αλλά η αγωνία είναι αναπόφευκτη»[1] .
Εξετάζοντας κατ΄αρχήν τον φόβο, καταλήξαμε στις εξής διαπιστώσεις. Κατά κανόνα, ο φόβος έχει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, π.χ. είναι φόβος της μοναξιάς, της απόρριψης, του πόνου, του θανάτου, του αόρατου, του άγνωστου, κ.τ.λ. Έπειτα έρχονται οι διάφορες λεγόμενες φοβίες, του ύψους, του κλειστού χώρου, του πλήθους, κ.τ.λ. Γενικεύοντας μπορούμε να πούμε ότι ο φόβος είναι μια έντονη αποστροφή προς το δυσάρεστο ή προς το ενδεχομένως δυσάρεστο, ή ακόμα και προς το κατά φαντασία δυσάρεστο.
Επίσης, βλέπουμε ότι ο φόβος είναι ατομικός, αφορά ξεχωριστά ως προς το είδος του κάθε ανθρώπινη μονάδα, ωστόσο είναι ένα συναίσθημα πολύ μεταδοτικό, δημιουργεί ισχυρότατες μορφές-σκέψεις με τεράστια επίδραση στις μάζες. Εννοείται ότι υπάρχουν φόβοι απολύτως λογικοί που έχουν να κάνουν με τη διαφύλαξη της ζωής, όπως η αποφυγή του γκρεμού, της φωτιάς, και, κάθε υπαρκτού κινδύνου, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για ενστικτώδη σύνεση –όσο κι αν οι έννοιες ένστικτο και σύνεση μοιάζουν μάλλον αντιφατικές, όμως δεν είναι πάντα.
Ο φόβος και οι φοβίες έχουν διαβαθμίσεις έντασης. Μπορεί να φτάσουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, όπως είναι ο πανικός, ο οποίος μπορεί να πλήξει ζωτικά όργανα, ακόμη και να προκαλέσει το θάνατο του πανικοβλημένου.
Αναμφίβολα, ο φόβος είναι ένας σκοτεινός μαγνήτης. Σκοτεινιάζει όχι μόνο την αύρα αλλά και τη φυσική όραση. Επίσης έχει ένα παραλυτικό αποτέλεσμα πάνω στη κρίση, στη λογική αντίδραση και σε όλες τις ψυχικές δυνάμεις. Είναι, χωρίς υπερβολή, το πιο δυσάρεστο από όλα τα συναισθήματα.
Τι είναι όμως η αγωνία; Η αγωνία έχει να κάνει με την αβεβαιότητα για την έκβαση ενός ζητήματος, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρού, γι΄αυτό είναι πολύ εύστοχη η αγγλική λέξη suspense που υπονοεί, εκτός από αγωνία, αιώρηση και εκκρεμότητα. Μπορεί να εκδηλωθεί κατά την αναμονή ζητημάτων προσωπικών, όπως π.χ. είναι οι εξετάσεις, σχολικές, ιατρικές, κ.α., ή ζητημάτων που αφορούν ευρύτερες ομάδες, ακόμη τον ίδιο τον πλανήτη. Γίνεται αισθητή σαν πίεση και βάρος στην περιοχή της καρδιάς και του ηλιακού πλέγματος, αλλά, παρότι δεν είναι καθόλου ευχάριστη αίσθηση, δεν προκαλεί παράλυση και ανικανότητα για λογική δράση.
Το δεύτερο θέμα που μας απασχόλησε ήταν η διαφοροποίηση, αν υπάρχει, μεταξύ των αισθημάτων που ονομάζουμε θυμό, οργή, εκνευρισμό (ερεθισμό, ευερεθιστότητα) και αγανάκτηση.
Θυμός μπορούμε να πούμε ότι είναι ένα αίσθημα εξέγερσης και αντίδρασης απέναντι σε μια προσβολή ή παραβίαση, το οποίο μπορεί να εκφραστεί σαν λόγος ή και πράξη, μπορεί όμως και να παραμείνει χωρίς εξωτερική εκδήλωση.
Η οργή είναι ένα πολύ ισχυρό ξέσπασμα θυμού που απαιτεί τιμωρία και ικανοποίηση. Μπορεί να εκδηλωθεί πολύ βίαια. Πράξεις αυτοδικίας και εκδίκησης είναι συχνά αποτελέσματα αυτού του συναισθήματος.
Ο θυμός πάντως, αν ελεγχθεί και διαχειριστεί σωστά, είναι δυνατόν να δώσει έκφραση σε δημιουργική δράση (ή αντίδραση). Το να καταπνίγεται όμως συστηματικά μπορεί να οδηγήσει κάποτε σε πολύ δυσάρεστες ψυχοσωματικές καταστάσεις.
Ας έρθουμε τώρα στην πιο ενδιαφέρουσα εκδήλωση –τον εκνευρισμό ή ευερεθιστότητα ή οξυθυμία. Είναι ένα θέμα εξαιρετικής σοβαρότητας για καθέναν που φιλοδοξεί να ακολουθήσει το μονοπάτι της πνευματικότητας, γι΄αυτό θα σταθούμε ιδιαίτερα σ΄αυτό, λόγω της επικινδυνότητάς του.
Κατ΄αρχήν, η ίδια η λέξη δείχνει ότι πρόκειται για μια τάση ή ιδιότητα του χαρακτήρα να θυμώνει εύκολα και συχνά. Δημιουργεί εκρήξεις σκοτεινού πυρός που διοχετεύεται στους νευρικούς αγωγούς αποσυνθέτοντας την αστρική ουσία. Παράγει ένα δηλητηριώδες αέριο που προσβάλλει όχι μόνο τον πομπό αλλά και τους πλησίον του, και εξαπλώνεται στο χώρο δημιουργώντας συνθήκες επώασης ψυχικών και σωματικών ασθενειών. Επιπλέον, ενώνεται με το υπόγειο πυρ του πλανήτη και γεννά εκρηκτικές καταστάσεις που προκαλούν διαφόρων ειδών διαταραχές των στοιχείων της φύσης και καταστροφές.
Το δηλητηριώδες αέριο του εκνευρισμού η Άγκνι Γιόγκα αποκαλεί ολετήρα (imperil –έκθεση σε κίνδυνο), δηλαδή καταστροφέα, και είναι τόσο πιο επικίνδυνο για τον εκτιθέμενο σε αυτό όσο πιο εκλεπτυσμένο είναι το νευρικό του σύστημα. Και όταν οι νευρικοί αγωγοί κάποιου (σημειωτέον ότι το νευρικό σύστημα ανήκει στον Λεπτοφυή Κόσμο) είναι φραγμένοι με τα ιζήματα -γιατί ο ολετήρας κρυσταλλοποιείται και επικάθεται στα τοιχώματα των νεύρων- δεν μπορεί ούτε να δει ούτε ν΄ακούσει τα εκπεμπόμενα Άνωθεν. Πολύ σωστά οι άνθρωποι λένε: «έχω τα νεύρα μου» και «συγχύστηκα». Πράγματι, ο εκνευρισμός φέρνει ένταση (κακού τύπου) στα νεύρα και αστρονοητική σύγχυση.
Το «νευρικό», ή οξύθυμο ή ευερέθιστο άτομο είναι ένα άτομο με έλλειψη υπομονής και ηρεμίας, ένα άτομο ανήσυχο, με αδυναμία θέλησης, ένα άτομο μη ανεκτικό στη διαφορετική άποψη. Η Διδασκαλία θεωρεί την ευερεθιστότητα «νοητική κατάσταση» («state of mind»), που έχει τη ρίζα της στην προκατάληψη και τον εγωισμό. Λογικό, αφού η προκατάληψη είναι τέκνο του εγωισμού.
Ο Διδάσκαλος λέει ότι στην Κοινότητά Τους δεν υπάρχει εκνευρισμός, και συνιστά ως αντίδοτο τον μόχθο και το πράνα. Ίσως η ανεπάρκεια του πράνα να κάνει τους ανθρώπους νευρικούς, γι΄αυτό οι άνθρωποι της πόλης είναι πιο ευερέθιστοι. Πάλι όμως έχει επισημανθεί ότι η πρόσληψη πρανικού ρευστού είναι αποτελεσματική όταν γίνεται συνειδητά, ενώ όταν γίνεται μηχανικά έχει πολύ μικρό όφελος. Το ίδιο και η κατανάλωση βιταμινών αποκτά πολλαπλάσια ισχύ όταν αυτές καταναλώνονται συνειδητά.
Τελικά, καθετί αυξάνεται και δυναμώνει μέσω της συνειδητοποίησης, αφού η συνειδητότητα είναι ο δημιουργός και ρυθμιστής των πάντων. Τότε, λοιπόν, συνειδητοποιώντας την ευθύνη μας απέναντι στην Ιεραρχία μας, στον Κόσμο, στον πλησίον, αλλά και στον εαυτό μας, ας αγωνιστούμε για ένα άξιο επίτευγμα: την έξωση «αυτού του κτήνους από το σπίτι».
Αφήσαμε για το τέλος της συσχέτισης των τεσσάρων εννοιών την αγανάκτηση. Διαβάζουμε στο βιβλίο «Άγκνι Γιόγκα», κεφ. 31 (σελίδα 36 της ελληνικής έκδοσης):
«Είναι ανάγκη να διακρίνετε μεταξύ της αγανάκτησης του πνεύματος και του εκνευρισμού. Το πυρ του εκνευρισμού πρέπει να διαιρεθεί σε δύο είδη. Όταν ο εκνευρισμός έχει έναν απρόσωπο κοσμικό χαρακτήρα, το δηλητήριό του μπορεί να ξεπλυθεί από ένα ρεύμα πράνα. Όταν όμως βλαβερά συναισθήματα, όπως η έπαρση ή ο αυτοοικτιρμός εντείνουν τον εκνευρισμό, το ίζημα του δηλητηρίου θα κατακαθίσει πάνω στα κέντρα. Τότε δεν υπάρχει τρόπος να αποβληθεί. Μπορεί κανείς να το εξαλείψει μόνο αναπτύσσοντας κοσμική αντίληψη.
Η ποιότητα της σκέψης πρέπει να κατανοηθεί ως θεραπεία. Η ευγνωμοσύνη επίσης είναι ο πιο εκλεπτυσμένος εξαγνιστής του οργανισμού…»
Η αγανάκτηση είναι η εξέγερση της καρδιάς απέναντι στην αδικία και τη σκληρότητα. Είναι η δίκαιη εξέγερση του πνεύματος. Πηγάζει από την καλοσύνη της καρδιάς και δεν εκτρέπεται σε οργή για να δημιουργήσει ολετήρα.
«…μια φωτισμένη και ανιδιοτελής εξέγερση του πνεύματος δημιουργεί την πολυτιμότατη ρουμπινί πανοπλία…» (Καρδιά, 190). Αλλά «ο εκνευρισμός ανήκει στο χώρο του κακού» (Καρδιά, 64).
Συμπέρασμα:
Θυμός, Οργή, Εκνευρισμός είναι όψεις και διαβαθμίσεις του ίδιου εγωιστικού συναισθήματος με δηλητηριώδεις εκπορεύσεις, ενώ η αγανάκτηση που πηγάζει από την αίσθηση δικαίου της ανιδιοτελούς καρδιάς δεν μολύνει αλλά εξαγνίζει. Η αγανάκτηση όμως δεν έχει προσωπικό χαρακτήρα –αυτή είναι μια ουσιώδης διάκριση.
Το τρίτο θέμα που συζητήθηκε ήταν ένα ερώτημα ηθικής τάξης: Υπάρχει καλός πόλεμος; Δικαιολογημένη βία;
Όπως ήταν φυσικό, όλοι οι παρευρισκόμενοι εξέφρασαν την απέχθειά τους για τις πρακτικές αυτές, και στη συνέχεια διευκρινίστηκε ότι καταδικαστέοι είναι οι επιθετικοί πόλεμοι, ενώ οι αμυντικοί πόλεμοι είναι θεμιτοί και δίκαιοι. Δηλαδή έγινε διάκριση ανάμεσα στην επίθεση και στην άμυνα.
Ωστόσο ένα άτομο διαφώνησε με αυτή τη θέση. Υποστήριξε ότι οι πόλεμοι που έγιναν, ή μπορούν να γίνουν, χάριν της ένωσης λαών και εθνών είναι σωστή από ηθική άποψη.
Υποστήριξε τη θέση αυτή με πάθος που προκάλεσε ζωηρές αντιρρήσεις από την άλλη πλευρά, έως και αγανάκτηση, όταν έκρινε ως δικαιολογημένες ακόμη και γενοκτονίες χάριν του ευγενούς (;) ιδεώδους της ενοποίησης, η οποία κατόπιν θα φέρει την ευημερία.
Κατόπιν αυτού εγέρθηκαν καίρια θέματα, όπως: Μπορεί κανείς να ισχυριστεί προθέσεις ευημερίας που πετυχαίνεται με σφαγή, βία και εξαναγκασμό; Γιατί αυτό μπορούν να προβάλουν ως δικαιολογία όλοι οι υποκινητές πολέμων και κατακτήσεων –από τον Αττίλα μέχρι τον Χίτλερ. Μα κι αν ακόμα η πρόθεση είναι ειλικρινής, ισχύει ότι «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με αγαθές προθέσεις».
Στη συνέχεια της συζήτησης τέθηκε το ερώτημα της θέσης της Διδασκαλίας στο θέμα αυτό. Η «φιλοπόλεμη» πλευρά επιχειρηματολόγησε με το γνωστό επεισόδιο από τη Μπάγκαβατ Γκίτα, όπου ο Κρίσνα παροτρύνει τον Αρτζούνα: «Πολέμα Αρτζούνα» για να κάμψει τους δισταγμούς του τελευταίου που έβλεπε στο αντίπαλο στρατόπεδο συγγενικά και φιλικά πρόσωπα, επισημαίνοντάς του ότι η ζωή δεν καταστρέφεται αλλά μονάχα οι μορφές. Ωστόσο, και σ΄αυτή την περίσταση, η αντίπαλη στον Αρτζούνα πλευρά είχε προκαλέσει τη σύγκρουση με άδικες πράξεις.
Όσον αφορά την Άγκνι Γιόγκα, σ΄αυτήν διαβάζουμε ότι «ο πόλεμος είναι το όνειδος της ανθρωπότητας». Επίσης διαβάζουμε για τη διάκριση μεταξύ επιτιθέμενου και αμυνόμενου, για το κάκιστο κάρμα του πρώτου και για την ιερή υποχρέωση του δεύτερου να υπερασπιστεί την αξιοπρέπειά του, τα ιερά και τα όσιά του. Ας θυμηθούμε επίσηε τι λέει η Διδασκαλία για τη μόλυνση της αιματοχυσίας, για την τεράστια βλάβη από τη μαζική συρροή ψυχών στον Λεπτοφυή Κόσμο ατόμων θανατωμένων πρόωρα, βίαια και βασανιστικά.
Παρενθετικά θα δούμε εδώ πάλι τη σχετικότητα των εννοιών καλού και κακού, διότι η θεμελιώδης θεία εντολή «ου φονεύσεις» δεν έχει απόλυτη ισχύ.
Για να επιστρέψουμε στην προηγούμενη συζήτηση, το σκεπτικό ότι ο πόλεμος χάριν ενοποίησης και κατοπινής ευημερίας είναι θεμιτός, δεν είναι άλλο από το μακιαβελλικό επιχείρημα ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Ας καταλήξουμε: Ο πόλεμος, η βία, η επανάσταση είναι θεμιτά μέσα μόνο στις περιπτώσεις άμυνας, στις περιπτώσεις αδικίας, τυραννίας και καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Τότε ναι, ο αγώνας και η σύγκρουση όχι μόνον είναι θεμιτοί τρόποι αλλά και υποχρεωτικοί.
[1] Αποδίδουμε το νόημα, γιατί δεν έχουμε μπροστά μας το κείμενο.