Οι αμαθέστατοι ψευτοεκπρόσωποι του Χριστού, όχι μόνο παρέβησαν με όλους τους τρόπους τις διδαχές Του, αλλά τόλμησαν, για λόγους αισχρής ιδιοτέλειας, να παραχαράξουν την Διδασκαλία Του. Έτσι, η συμπόνια έγινε μισαλλοδοξία, η Αλήθεια που ελευθερώνει («…και γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς») έγινε τυφλή, δεισιδαιμονική πίστη, η θεία Δικαιοσύνη αυθαιρεσία («άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου»!).
Ίσως η πιο εγκληματική αλλοίωση της Διδασκαλίας είναι αυτή που παραγνωρίζει τον νόμο της Αιτίας και του Αποτελέσματος, τον νόμο του Κάρμα, με τον οποίο συνέχεται άρρηκτα ο νόμος της επαναγεννητικής αλυσίδας των όντων. Μονάχα αυτός ο νόμος εγγυάται τη δικαιοσύνη και εμπνέει το αίσθημα της υπευθυνότητας. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να εκπληρωθεί η υπόσχεση «και ως θεοί έσεσθε» ή «εστέ ουν τέλειοι ώσπερ ο Πατήρ ημών ο Ουράνιος», χωρίς μια μακρά εξελικτική διαδρομή; Πόση μικροψυχία κρύβει η υποτίμηση του μεγαλείου και της γενναιοδωρίας του Κόσμου και των νόμων του μια τέτοια αξιοθρήνητη θεώρηση;
Κι όμως, η Διδασκαλία του Χριστού, ακόμα και σ΄αυτή την περιορισμένη έκταση των Ευαγγελίων, επισημαίνει καθαρά τόσο τον νόμο του Κάρμα –«ο λαβών μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανείται» – όσο και το γεγονός της επαναγέννησης, στα γνωστά επεισόδια με τον εκ γενετής τυφλό («τις ήμαρτεν ίνα γεννηθεί τυφλός, αυτός ή οι γονείς αυτού;…»), με την απάντηση των μαθητών στο ερώτημα του Κυρίου, ποιος νομίζουν οι άνθρωποι ότι είναι, πως είναι ο προφήτης Ηλίας και άλλοι ο Ιωάννης – πρόσωπα προ πολλού νεκρά. Χαρακτηριστική είναι επίσης η δήλωση του Χριστού στους μαθητές ότι αν κανείς απαρνηθεί οικεία πρόσωπα χάριν της Διδασκαλίας θα λάβει εκατοντάδες («πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα») στον παρόντα καιρό (Εποχή και Φυλή), και αιώνια ζωή στο μέλλον…
Αυτά όμως έχουν επισημανθεί προ πολλού και πολλές φορές, οπότε δεν χρειάζεται να επιμείνουμε περισσότερο.
Η ζωή των Μεγάλων Όντων περιέχει πολλά θαυμαστά γεγονότα, τα οποία δεν μπορούν να αποκαλυφθούν ούτε να κατανοηθούν ακόμα από τη μέση νοημοσύνη. Καθένας όμως μπορεί να αντιληφθεί την ομορφιά, το μεγαλείο και τη Θυσία Τους. Οι ενσαρκώσεις αυτές είναι εξαιρετικά δύσκολες, επώδυνες και μοναχικές, επειδή τα Όντα αυτά ανήκουν πλέον σε άλλα, υψηλότερα πεδία ύπαρξης, και η κάθοδός Τους στο γήινο πεδίο είναι μια τεράστια θυσία, υποκινούμενη από βαθιά συμπόνια για τα πλάσματα του κόσμου τούτου, τα οποία αγωνίζονται να οδηγήσουν έξω από το σκοτεινό σπήλαιο της περιορισμένης ύπαρξης, στο φως της «περισσής» ζωής.
Τα επιτεύγματά Τους είναι εκπληκτικά και μεγαλειώδη, κανένα όμως από αυτά τα Όντα δεν αποκάλεσε τον εαυτό Του Θεό. Μια τέτοια δήλωση θα ήταν άλλωστε όχι μόνο σκέτος παραλογισμός, αλλά και υποβιβαστικός της αξίας Τους. «Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ει μη εις ο Θεός». Κι επίσης: «Υιοί θεού εστέ και υιοί Υψίστου πάντες». Ακόμα: «Α εγώ ποιώ, υμείς μείζονα τούτων ποιήσετε». Είναι λόγια του Χριστού που υποδεικνύουν την κοινή καταγωγή όλων, αλλά και τις θαυμαστές δυνατότητες του ανθρώπου όταν ξεδιπλώσει το εσωτερικό του δυναμικό.
Για να προλάβουμε κάποια παρανόηση πρέπει να εξηγήσουμε ότι λέγοντας ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, το εννοούμε ως άρνηση στην έννοια «Θεός» με το εκκλησιαστικό της περιεχόμενο, και ως έννοια που εκφράζει το Απόλυτο, το Άπειρο, το οποίο είναι απρόσωπο, καθώς είναι το Παν, η απόλυτη Ύπαρξη.
Ενώ όμως δεν είναι ο (ανύπαρκτος) εκκλησιαστικός Θεός, ούτε βέβαια ο «μονογενής» γιος του (επινόηση του αφιλοσόφητου ιερατείου), ούτε βέβαια η Παν-Ύπαρξη, της οποίας τέκνα είναι όλα τα πλάσματα, από το πιο ταπεινό ως το πιο μεγαλειώδες αστρικό συγκρότημα, ασφαλώς δεν είναι ένα κοινό ανθρώπινο Ον, και στο Ον αυτό μπορούμε να δώσουμε την ονομασία Άνθρωπος-Θεός ή Θεάνθρωπος. Αρκεί μόνο να έχουμε κατά νου ότι η λέξη «Θεός» ενέχει τη σημασία που της έδιναν οι αρχαίοι φιλόσοφοι, δηλαδή ένα ανώτερο Ον, κι επίσης ότι, παρά το γεγονός του τεράστιου και ασύλληπτου για μας πνευματικού επιτεύγματος που εκπροσωπεί, δεν είναι το μοναδικό τέτοιο Ον –εκτός βέβαια υπό την έννοια ότι κάθε πλάσμα της Δημιουργίας είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο.
Αυτό το υπέροχο Ον, το θεσπέσιο άνθος της ανθρώπινης εξέλιξης, είναι το Υπόδειγμα για τη μελλοντική μετάλλαξη καθενός από εμάς, γιατί εκεί οδηγεί η αιώνια προσπάθεια της Φύσης. Την προσπάθεια αυτή εκφράζει, υποβοηθάει και διευκολύνει, το Θεανθρώπινο Ον, βάζοντας τα ορόσημα της μεγάλης πορείας. Γι΄αυτό διακηρύσσει: Εγώ είμαι η Οδός…