Η συζήτηση έφερε στο προσκήνιο το θέμα του έρωτα, επ΄ευκαιρία της ηλιθιότητας και κενότητας νοήματος και αισθητικής της λεγόμενης «γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου». Το εμπόριο, βλέπετε, και η ρηχότητα των αισθημάτων βρίσκει πάντοτε τρόπους να απασχολεί τους ανθρώπους.
Εμείς έχουμε μιλήσει συχνά για τον έρωτα και ιδίως κάνοντας ανάλυση στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Πάντα όμως γυρίζει κανείς στα μεγάλα θέματα και ποτέ αυτά δεν κλείνουν.
Με τη συζήτηση λοιπόν προέκυψαν κάποιες σκέψεις, διαπιστώσεις και ερωτήματα. Ας δούμε μερικά απ΄αυτά.
Μια πρώτη και μάλλον εύκολη διαπίστωση είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να διακρίνουν ανάμεσα στην αγάπη, στον έρωτα και στη σεξουαλική επιθυμία. Είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό να ταυτίζεται η αγάπη με τον έρωτα. Η αγάπη είναι κατεξοχήν ανιδιοτελής και αυτοθυσιαστική, ενώ ο έρωτας είναι εντελώς τα αντίθετα. Τι είναι ο έρωτας;
Να δούμε πρώτα τι μας δείχνει η σοφία και εκφραστικότητα της γλώσσας. Ας προσέξουμε τη συγγένεια ανάμεσα στις λέξεις
ερώ, έρω-ς και ερω-τώ, ερώ-τηση
Ποιο είναι το κοινό τους στοιχείο; Η ζήτηση. Και οι δύο έννοιες ζητούν κάτι: Ο έρως ζητά έναν σύντροφο -είναι το αντικείμενό του. Η ερώτηση (ή ερώτημα) ζητά μια απάντηση -είναι το αντικείμενό της. Και ο έρωτας και η ερώτηση έχουν ανάγκη ικανοποίησης, γι΄αυτό ζητούν κάτι.
Ο έρωτας λοιπόν αποσκοπεί στην ικανοποίησή του. Πώς λειτουργεί αυτό το συναίσθημα -σκέψη; Λειτουργεί κτητικά, αποκλειστικά, ζηλότυπα, εγωιστικά στο έπακρον. Μιλάμε βέβαια για τον κοινό ανθρώπινο έρωτα, αυτόν που υμνούν όλα τα τραγούδια, οι ταινίες και η μέση λογοτεχνία, και που τον αποκαλούν «αγάπη». Αλλά η αγάπη «ου ζηλοί … ου ζητεί τα εαυτής… πάντα στέργει, πάντα υπομένει…». Ο έρωτας όμως και ζηλεύει και ζητάει τα δικά του και δεν ανέχεται μοιρασιά ή άρνηση. Πόσα εγκλήματα εξαιτίας αυτής της «αγάπης»!
Αυτόν τον έρωτα έχουν θεοποιήσει οι άνθρωποι, αλλά ο φιλοσοφικός έρωτας είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Ωστόσο, πίσω από κάθε είδος έρωτα κρύβεται ο μεγάλος κοσμικός νόμος της έλξης των πολικών αντιθέτων, του άρρενος και του θήλεος, του πνεύματος και της ύλης, του πάνω και του κάτω.
Τώρα όμως αναφερόμαστε στον έρωτα των κοινών ανθρώπων.
Πάνω στον ενθουσιασμό και τη ζέση τους, οι ερωτευμένοι μιλάνε για «παντοτινό έρωτα» και δίνουν όρκους και υποσχέσεις «αιώνιας αγάπης». Πόσο αληθεύει αυτό; Καθόλου! Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ουτοπία. Και υπάρχουν ισχυροί λόγοι γι΄αυτό.
Ένας λόγος είναι η ικανοποίηση του αιτήματος, η απόκτηση του αντικειμένου που βάζει τέλος στη ζήτηση. Ένας άλλος λόγος είναι ότι οι άνθρωποι γερνούν, πράγμα που συνεπάγεται την απώλεια της σωματικής τους ομορφιάς. Ο έρωτας όμως (των κοινών ανθρώπων) στρέφεται και επιθυμεί πάντοτε το σωματικό κάλλος, όπως κι αν αντιλαμβάνεται κανείς αυτή την ιδιότητα.
Υπάρχει όμως κι ένας λόγος που λίγοι τον στοχάζονται. Ένα βασικό, ίσως το βασικότερο, στοιχείο του έρωτα είναι η μαγεία, η έκσταση. Όποιος δεν έχει νιώσει αυτό το συναίσθημα, δεν έχει ερωτευτεί ποτέ, ό,τι κι αν πιστεύει. Αυτή η μαγεία είναι που κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται τόσο ωραία όταν είναι ερωτευμένοι και να αναπολούν τέτοιες καταστάσεις.
Πώς χάνεται η μαγεία; Τη σκοτώνει ο στενός συγχρωτισμός, η συνήθεια και η πολυπόθητη «ολοκλήρωση» της σχέσης. Ο Αϊβανχόφ περιγράφει θαυμάσια τη μαγεία και την έκσταση που αναδύεται από την απλή παρουσία του άλλου προσώπου, από την ανταλλαγή βλεμμάτων και τρυφερών αγγιγμάτων -υπάρχει τόση μαγνητική δύναμη σ΄όλα αυτά.
Τώρα, βέβαια, πολλοί, πάρα πολλοί, θα χαμογελάσουν με τα παραπάνω θεωρώντας τα παρωχημένο ρομαντισμό. Και θα έχουν δίκιο, γιατί πράγματι στον καιρό μας πάμε κατευθείαν στην «ολοκλήρωση». Άλλωστε συνηθίζεται πολύ το «one night stand», και όσοι επιδίδονται σ΄αυτό θεωρούν τον εαυτό τους «πολύ προχωρημένο».
Το θέμα είναι πως οι άνθρωποι συγχέουν τον έρωτα με τη σαρκική έλξη -που, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, το άλλο της όνομα είναι «λαγνεία».
Εμείς, ωστόσο, δεν επιθυμούμε να κάνουμε χρονογράφημα με θέμα τον έρωτα, και δεν είμαστε καθόλου θιασώτες της σάχλας του «Αγίου» Βαλεντίνου.
Αυτό που επιδιώκουμε είναι να κοιτάξουμε το πραγματικά σπουδαίο -αφού απασχολεί τόσο πολύ τους ανθρώπους- αυτό ζήτημα φιλοσοφικά και ψυχολογικά. Βάζουμε λοιπόν ένα ερώτημα που προκύπτει από τις παραπάνω διαπιστώσεις:
Είναι δυνατόν να υπάρξει ερωτική έλξη χωρίς σεξουαλική έλξη;
Δεν θα το απαντήσουμε εμείς αυτό. Ας στοχαστεί καθένας βαθιά και μπορεί να βρει την απάντηση. Ας χρησιμοποιήσει την ενόραση και την εμπειρία που ίσως έχει.
Άλλο ερώτημα είναι κατά πόσον είναι δυνατή η περίπτωση να ερωτευτεί κάποιος μόνο μια φορά στη ζωή του, κι αυτό το ερώτημα συνδέεται με το ζήτημα της πίστης, της πίστης που είναι τέτοια αυθόρμητα και αβίαστα, και όχι αποτέλεσμα αδυναμίας, φόβου ή εξαναγκασμού.
Κι έτσι φτάνουμε στο παλιό θέμα των «δίδυμων ψυχών», ή του «άλλου μας μισού». Πρόκειται για μια ωραία ουτοπία ή για μια πραγματικότητα; Οι μεγάλοι και παθιασμένοι έρωτες είναι άραγε η συνάντηση δύο τέτοιων ψυχών που δέθηκαν με ακατανίκητη ελκτική δύναμη;
Πάντως, στη λογοτεχνία τέτοιοι μοιραίοι έρωτες, όπως π.χ. του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας , του Τριστάνου και της Ιζόλδης, κ.τ.λ. καταλήγουν πάντα σε τραγωδία. Ο Αϊβανχοφ δίνει μια ερμηνεία που αξίζει δεύτερης σκέψης. Λέει ότι η τραγωδία επέρχεται εξαιτίας της ανωριμότητας της ψυχής να ενωθεί με το άλλο της μισό. Αυτή η ερμηνεία δένει με τη δήλωση ενός άλλου Σοφού, ο οποίος επισημαίνει κι αυτός ότι η αναγνώριση των δίδυμων ψυχών δεν είναι δυνατή όσο τα ανθρώπινα όντα είναι ελαττωματικά. Και ναι μεν συμβαίνει αραιά και πού να συναντηθούν τα δύο μισά, αλλά συνήθως δεν αναγνωρίζονται και μπορεί μάλιστα να δημιουργηθεί μεταξύ τους εναντιότητα.
Το ζήτημα των «δίδυμων ψυχών» μας φέρνει σε μια άλλη θεωρία, η οποία μπορεί να επικυρώσει την προηγούμενη, συγκεκριμένα η πολύ αξιοσημείωτη θεωρία του μεγάλου ψυχολόγου Κ. Γκ. Γιούνγκ για τον animus και την anima. Όπου, σύμφωνα με αυτήν μέσα στην ψυχή κάθε ανθρώπου υπάρχει η εικόνα του ιδανικού αντιθέτου -ιδανικού και με την έννοια του σωματικού τύπου και με την έννοια του ψυχολογικού τύπου.
Αυτή η άποψη είναι σίγουρα πιο ανιχνεύσιμη και επαληθεύσιμη για αρκετούς -στοχαστικούς οπωσδήποτε -ανθρώπους. Αλλά και οι λιγότερο σκεπτόμενοι συχνά λένε «είναι ο τύπος μου», και συνήθως όλοι ρέπουν προς κάποιο συγκεκριμένο τύπο του άλλου φύλου.
Έτσι, λοιπόν, ο animus ή η anima μπορεί να ταυτιστεί με το άλλο μας μισό. Και, όπως λέει πάλι ο Αϊβανχοφ, όταν συναντάμε κάποιο πρόσωπο που μοιάζει στο εσωτερικό μας πρόσωπο, πέφτουμε με τα μούτρα, ώσπου να έρθει βέβαια -σχεδόν πάντα- η απογοήτευση.
Το γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι παντού και πάντα ονειρεύονται το ιδανικό ταίρι, κι αυτό έστω κι αν μένει όνειρο, ασφαλώς κάτι σημαίνει.
Όσι για το άλλο είδος έλξης, το καθαρά σαρκικό, δεν μπορεί κανείς να πει παρά μόνο ότι είναι κατώτερο κι από των ζώων, διότι εκείνα υπακούουν στους νόμους της φύσης, στους κύκλους και στις ανάγκες της. Πολλά δίποδα όμως έχουν, αλίμονο, λιγότερη αξιοπρέπεια από εκείνη των τετράποδων!