«Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες», ελέχθη. Πράγματι, μακάριοι! Τι γίνεται όμως με τους άλλους, εκείνους που δεν μπορούν να πιστέψουν εάν δεν δουν; Αυτοί, ως γνωστόν, έχουν τη ρετσινιά του «άπιστου Θωμά».
Τώρα θα ομολογήσω ότι, δυστυχώς, δεν ανήκω στη χορεία των μακαρίων πνευμάτων. Είμαι κι εγώ ένας «άπιστος Θωμάς». Θέλω να θέτω «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων» -με άλλα λόγια, μπορώ να πιστέψω κάτι μόνο εφόσον πιστοποιήσω με βεβαιότητα, και από πρώτο χέρι, την αλήθεια ενός πράγματος. Είναι, άραγε, τόσο μεγάλο αμάρτημα το ότι η συνείδησή μου λειτουργεί μ΄αυτόν τον τρόπο; Στο κάτω κάτω δεν το επέλεξα εγώ! Έτσι είμαι φτιαγμένος. Και πόσο θεμιτό είναι να κατακρίνεις κάποιον για το πώς λειτουργεί η κατανόησή του; Πάντως, αισθάνομαι την ανάγκη να απολογηθώ όχι όμως σ΄εσάς, τους «πιστούς», αλλά στον εαυτό μου και στο Ανώτερο -αν τυχόν με ακούει κανείς… Κατά κύριο λόγο, νιώθω την ανάγκη να κάνω μια βυθοσκόπηση στη συνειδητότητά μου.
Λοιπόν, είπα ήδη ότι η «απιστία» δεν είναι επιλογή μου. Πρέπει όμως να προσθέσω ότι και ο χαρακτηρισμός «άπιστος» είναι ανακριβής. Η ακριβής λέξη είναι «δύσπιστος», διότι στο επίθετο «άπιστος» υπεισέρχεται η έννοια μιας αρνητικότητας και μιας προκατειλημμένης άποψης, και τότε έχουμε προφανώς και την υπαιτιότητα της επιλογής. Ο Θωμάς δεν είναι κακόπιστος, δεν είναι αρνητής. Θέλει να πιστέψει, αλλά η ψυχολογική του ιδιοσυγκρασία τον δυσκολεύει. Τώρα όμως χρησιμοποιήσαμε ένα ρήμα ασύμβατο με τη συνειδητότητα του Θωμά -το ρήμα «πιστέψει». Θα παραδεχτώ με κάθε ειλικρίνεια ότι οι λέξεις «πιστεύω», «πίστη», «πιστός», δεν έχουν την εκτίμησή μου. Εκτιμώ πολύ περισσότερο τις λέξεις «γνωρίζω», «γνώση» και «γνώστης». Αλλά, όχι, θα είμαι απόλυτα ειλικρινής: η «πίστη» και οι «πιστοί» προκαλούν την περιφρόνησή μου. Δεν είναι ότι δεν μπορώ απλώς, αλλά ούτε και θα ήθελα να είμαι «πιστός». Έχω μια ισχυρή αντίδραση απέναντι σ΄αυτές τις έννοιες. Ίσως να φταίει εκείνο το παλιό εκκλησιαστικό «πίστευε και μη ερεύνα» που ταράζει συθέμελα το είναι μου. Ενώ «γνωρίζω», «γνώση» -τι ωραίες έννοιες! Έχουν και συναίσθημα και λογική, αλλά και ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Γνώση, λοιπόν. Άλλωστε δεν είμαστε πλέον στον Μεσαίωνα, είμαστε στην Εποχή της Επιστήμης. Ωστόσο, κι εδώ ελλοχεύει πάλι η αμφιβολία. Πόσο έγκυρη είναι η γνώση μου; Διότι υπάρχουν και οι έννοιες «πλάνη», «παραίσθηση», «ψευδαίσθηση», που βασανίζουν τη συνειδητότητα και τον ερευνητικό νου. Τι είναι η Γνώση; Σε τι αποσκοπεί; Έσχατος σκοπός της Γνώσης είναι η έρευνα της Αλήθειας, του Πραγματικού. Η Γνώση είναι επιτυχής εφόσον φτάνει στη θέαση μιας Αλήθειας. Και δεν θα διαφωνήσει κανένας στοχαστικός άνθρωπος ότι το πλέον ποθητό αντικείμενο της Γνώσης είναι η γνώση του Εαυτού, η γνώση της Ύπαρξης. Εδώ, λοιπόν, οι έννοιες «πλάνη», «παραίσθηση», κ.τ.λ. πώς λειτουργούν; Αντιπροσωπεύουν το Ψέμα, την Αντι-Γνώση; Και μπαίνει και το εξής ερώτημα: Κάτι, οτιδήποτε, που γίνεται αντιληπτό είτε ως υλικό αντικείμενο, είτε ως φανταστικό, είτε ως ιδεατό, μπορεί να είναι ανύπαρκτο; Να μην έχει καθόλου υπόσταση; Για παράδειγμα, όταν κάποιος βλέπει ένα κουλουριασμένο σχοινί σαν φίδι, ή μια σκιά στον τοίχο σαν φάντασμα, ασφαλώς μιλάμε για πλάνη και ψευδαίσθηση, όμως υπάρχει πράγματι ένα αντικείμενο, απλώς η ερμηνεία του είναι εσφαλμένη. Όταν όμως βλέπει κανείς στην έρημο τον αντικατοπτρισμό μιας πολιτείας, εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι εντελώς ανύπαρκτο; Στο κάτω κάτω τι είναι η παραίσθηση; Μπορεί κανείς να βεβαιώσει το απολύτως ανυπόστατο των εντυπώσεών της; Μπορεί να αποκλείσει την πραγματικότητά της σε ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης; Για κείνον που βιώνει την παραίσθηση αυτή είναι απολύτως πραγματική. Έτσι, φτάνουμε στο μέγιστο ερώτημα: Ποιο είναι το κριτήριο της Πραγματικότητας;
Για ποιο πράγμα μπορώ να είμαι απολύτως βέβαιος; Όπου δεν χωράει καμία αμφιβολία; Για μένα, τον «Θωμά», η απόλυτη, αδιαμφισβήτητη, υπέρτατη Πραγματικότητα είναι η Ύπαρξή μου, το ότι υπάρχω. Αυτό είναι το απόλυτο γεγονός, και μπορώ να πω αδίσταχτα: Υπάρχω. Και: Υπάρχω τώρα. Συμβαίνει να υπάρχω τώρα. Και να, ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι το «υπάρχω» και το «τώρα» είναι έννοιες ταυτόσημες. Ίσως αυτό εννοούν οι στοχαστές μιλώντας για το «αιώνιο τώρα».
Για το «υπάρχω» δεν υφίσταται πριν ή μετά, δηλαδή η ύπαρξη δεν έχει καμία ιδέα του ότι δεν υπήρχε πριν ή του ότι δεν θα υπάρχει μετά. Η αδυναμία της γλώσσας μας αναγκάζει να χρησιμοποιούμε με αυτόν τον τρόπο το ρήμα υπάρχω. Φυσικά, κάθε έστω και λίγο μορφωμένος άνθρωπος καταλαβαίνει ότι το «υπάρχω» και «ύπαρξη» ισοδυναμεί με το «είναι» (είμαι) και «ον» του Πλάτωνα, το οποίο ίσως είναι ορθότερο, αλλά για κάποιους λόγους προτιμώ το υπάρχω.
Για μένα, λοιπόν, «εν αρχή ην» το Υπάρχειν ή Είναι. Από αυτή την Πηγή απορρέουν ασταμάτητα, αέναα, σαν χρωματιστοί σπινθήρες ή ρεύματα εντυπώσεις, καταστάσεις, γεγονότα -το «γίγνεσθαι» κατά τον Πλάτωνα, ή αέναος «ροή» κατά τον Ηράκλειτο. Νομίζω όμως ότι όλα αυτά τα ρεύματα περνάνε πριν από έναν δακτύλιο που δημιουργεί η Ύπαρξη, τον δακτύλιο που ονομάζουμε «Εγώ». Νομίζω επίσης ότι από αυτό ξεκινάνε όλα μας τα βάσανα. Αυτό το Εγώ είναι η Πανδώρα με το κουτί της συμφοράς. Το «κουτί» είναι κυρίως το σκοτεινό κελί του σώματος. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι όλα τα κακά σχετίζονται με αυτή τη φυλακή -το σώμα.
Και όχι, δεν το ξέχασα, στο κουτί φτεροκοπάει και μια μικρή τρεμάμενη αχτίδα, η Ελπίδα. Υπερτιμημένο πράγμα, κατά τη δική μου αντίληψη. Γιατί; Επειδή είναι κατ΄εξοχήν αβέβαιη και θνησιγενής. Δεν λένε: Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία; Ακριβώς -πεθαίνει. Διότι, είτε πραγματοποιηθεί το προσδοκώμενο είτε όχι, η ελπίδα θα πεθάνει. Στην πρώτη περίπτωση δεν χρειάζεται πλέον, και στη δεύτερη έχει ακυρωθεί. Είναι, λοιπόν, η Ελπίδα ένα φωτάκι που τρεμοσβήνει, και σίγουρα είναι πολύ καλύτερο από το απόλυτο σκοτάδι, αλλά εμένα, τον Θωμά, δεν με ικανοποιεί. Δεν με λυτρώνει. Δεν μου λύνει το πρόβλημα.
Θα το ξαναπώ: Εγώ θέλω τη βεβαιότητα. Μόνον αυτή δίνει λύτρωση και γαλήνη. Όλα τα άλλα είναι ανησυχία, αδυναμία, αγωνία.
Ποια βεβαιότητα ζητάει όμως η ψυχή; Τη βεβαιότητα του «αιέν», του «αεί», του πάντοτε. Θα το πω καλύτερα, πιο ολοκληρωμένα, όπως τόσο θαυμαστά το έχει εκφράσει, αιώνες τώρα, ο ινδικός στοχασμός: Η ψυχή ποθεί ασίγαστα την πληρότητα της τριπλότητας Ύπαρξη – Συνείδηση(Επίγνωση) – Ευδαιμονία. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να την ικανοποιήσει.
Μπορεί κανείς να φτάσει σ΄αυτή την πληρότητα; Έτσι δηλώνουν αρκετοί γήινοι ταξιδιώτες. Πώς όμως επιτυγχάνεται αυτό; Ποιος χάρτης οδηγεί στη Μαγική Χώρα; Ποιο κλειδί ανοίγει τη Θαυμαστή Πόλη;
Πάντως, ο Νους δεν το μπορεί. Είναι πολύ δεμένος με τη φυσική ύπαρξη. Λένε πως υπάρχει μια άλλη, ανώτερη δυνατότητα αντίληψης, ένας Υπερνούς, ας πούμε. Ίσως αυτό το όργανο να παρέχει την ικανότητα μιας άμεσης γνώσης, μιας βιωμένης, βέβαιης Γνώσης. Το ζήτημα είναι πάλι πώς μπορεί κανείς να ενεργοποιήσει αυτό το όργανο, αυτή τη λειτουργία. Είναι θέμα χρόνου, εξέλιξης, προσπάθειας;
Μήπως ένας τρόπος είναι να αφεθείς εντελώς στο ρεύμα της Ζωής να σε πάει αυτό; Μια τέτοια άφεση όμως είναι δυνατή είτε μέσω μεγάλης εμπιστοσύνης -πράγμα αδύνατο για έναν Θωμά- είτε μέσω μεγάλης απόγνωσης και παραίτησης.
Είναι πολλά τα ερωτήματα και βασανιστικά. Τώρα μάλιστα μούρχεται κι άλλο ένα: Η τελική επιδίωξη της μάθησης είναι η Γνώση της Πραγματικότητας; Αν η Πραγματικότητα ήταν δυσάρεστη, θα τη θέλαμε ακόμα; Μήπως το τελικό ζητούμενο δεν είναι η Πραγματικότητα, αλλά η Ευτυχία; Μου φαίνεται πως αυτή είναι η Έσχατη Θούλη μας, εκτός κι αν Πραγματικότητα και Ευτυχία (ή Ευδαιμονία) είναι ένα και το αυτό. Άμποτε να είναι έτσι!
Εξομολογήθηκα πολλά σήμερα, πολύ μύχιες σκέψεις.
Φίλε, αν τύχει και διαβάσεις αυτές τις σκέψεις, θα καταλάβεις πως ο «Θωμάς» είναι μια ανήσυχη, βασανισμένη ψυχή. Θα ΄θελες ακόμα να του ρίξεις το λίθο του αναθέματος;
Αν, πάλι, έχεις απάντηση στα ερωτήματα, τότε είσαι ευλογημένος. Αληθινά, σε ζηλεύω…